Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ

Αρωματικά φυτά από το Α εώς το Ω

A

Ο Άνηθος (επιστ.: Άνηθον το βαρύοσμον, Anethum graveolens) είναι φυτό της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae) (συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)). Είναι ιθαγενές, μονοετές φυτό των Μεσογειακών χωρών και της νότιας Ρωσίας.
Το ύψος του φτάνει τα 80 εκατοστά, ο βλαστός του είναι κοίλος και γραμμωτός, η ρίζα γογγυλώδης, τα φύλλα του πτερωτά νηματοειδή.
Ο άνηθος ήταν γνωστός στην Αρχαία Ελλάδα με τις ονομασίες άνηθον και άνησον. Από τα άνθη του παρασκεύαζαν άρωμα, ενώ το πρόσθεταν σε διάφορα κρασιά που είχαν την ονομασίαανηθίτης οίνος.

Ακόμα, στεφάνωναν τους νικητές με ανθισμένα κλαδιά άνηθου, και με το αιθέριο έλαιο των καρπών του άλειφαν το σώμα τους οι αθλητές γιατί το θεωρούσαν χαλαρωτικό και τονωτικό των μυών.

Σήμερα το φυτό χρησιμοποιείται στη μαγειρική σε σαλάτες, σούπες, διάφορες σάλτσες και αλλού.
Το χαρακτηριστικό του άρωμα μοιάζει με αυτό του γλυκάνισου και οι σπόροι του χρησιμοποιούνται στον αρωματισμό διαφόρων φαγητών, ενώ μπορεί να διατηρηθεί και αποξηραμένος.
Στη φαρμακευτική η δράση του θεωρείται ευεργετική κατά διαφόρων κολικών, ενώ χρησιμοποιείται και ως διουρητικό και τονωτικό.
Καλλιεργείται σε ευρύτερη κλίμακα στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ασία. Η Ινδία είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή άνηθου. Ακολουθούν η Κίνα, το Μεξικό και η Ισπανία.



B

Η βαλεριάνα είναι ανθοφόρο φυτό της οικογένειας των Βαλεριανοειδών  που απαντάται στην Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αμερική. Το όνομα "Βαλεριάνα" προήλθε από τη λατινική λέξηvalere που σημαίνει "υγεία ή δύναμη" και αναφέρεται στην θεραπευτική χρήση του φυτού, αν και υποστηρίζεται ότι μπορεί να αναφέρεται και στη δυνατή του οσμή.
Η βαλεριάνα χρησιμοποιείται σαν υπνωτικό, αγχολυτικό και κατευναστικό, μιας και τα έλαια που περιέχει έχουν παρόμοια δράση με τις βενζοδιαζεπίνες. Ο μηχανισμός δράσης της ωστόσο παραμένει γενικά άγνωστος. Στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν και σε ασθενείς με επιληψία.
Η βαλεριάνα προσελκύει επίσης τις γάτες και τα ποντίκια. Σε μερικές εκδόσεις του μύθου του "Μαγικού Αυλού", ο γητευτής των ποντικών χρησιμοποιεί βαλεριάνα αντί για φλογέρα.




Η Βανίλια ή Βανίλα είναι γένος Αγγειόσπερμων Μονοκότυλων φυτών , που ανήκει στην τάξη Γύνανδρα, οικογένεια Ορχιδίδες (Orchidaceae) και είναι κοινά γνωστό ως Βανίλλη. Περιλαμβάνει 90 περίπου είδη αναρριχητικών φυτών, ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Βανίλια επίσης ονομάζεται και η αρωματική ουσία που εξάγεται από τους καρπούς ορισμένων από τα είδη της.
Η Βανίλια χρησιμοποιούνταν για τον αρωματισμό του ξοτοάτλ της σοκολάτας, ενός αφεψήματος των Αζτέκων, αιώνες πριν ο Κορτές το δοκιμάσει στην αυλή του Μοντεζούμα, σύντομα μετά από αυτό η βανίλια έγινε πολύ δημοφιλής στην Ευρώπη.
Καλλιέργεια:
Οι σπόροι της Βανίλιας που κυκλοφορούν στο εμπόριο είναι ο επεξεργασμένος άγουρος καρπός του είδους Βανίλια η πλατύφυλλος (V. planifolia) που είναι ιθαγενές του Μεξικού τηςΚεντρικής Αμερικής και του Βόρειου τμήματος της Νότιας Αμερικής, αλλά καλλιεργείται σε πολλές τροπικές περιοχές, ή του είδους Βανίλια η ταϊτινή (V. tahitensis) που είναι ιθαγενές τηςΩκεανίας. Είναι φυτό με μακρύ, σαρκώδη αναρριχητικό βλαστό ο οποίος προσκολλάται στα δένδρα με εναέρια ριζίδια, έχει επίσης και ρίζες που εισχωρούν στο έδαφος. Κατά την περίοδο της ανθοφορίας , η οποία διαρκεί για δύο περίπου μήνες , πολλά εφήμερα άνθη ανοίγουν, λίγα κάθε φορά. Τα άνθη έχουν λεπτεπίλεπτη κατασκευή και για αυτό στη φύση η επικονίαση τους μπορεί να γίνει μόνο από μια μικρή μέλισσα που ζει στο Μεξικό. Στις άλλες χώρες όπου καλλιεργείται το φυτό, εφαρμόζεται η τεχνητή επικονίαση , η οποία γίνεται αμέσως μόλις ανοίξουν τα άνθη. Ο καρπός είναι επιμήκης κάψα, και φθάνει σε πλήρη ανάπτυξη τα 20 εκατοστόμετρα μήκος σε 4 έως 6 εβδομάδες ενώ μπορεί να χρειαστούν μέχρι και 9 μήνες ώσπου να ωριμάσει.


Ο αρωματικός παράγοντας της Βανίλιας χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στην οικιακή μαγειρική όσο και στα τρόφιμα εμπορίου , ιδιαίτερα στησοκολάτα στα προϊόντα της αρτοποιίας, στη ζαχαροπλαστική, στις πουτίγκες. στις σάλτσες , σε παγωτό, σε αφεψήματα και στην αρωματοποιία. Οι άγουροι καρποί συλλέγονται αμέσως μόλις πάρουν χρυσοπράσινο χρώμα στη βάση τους. Τα φρέσκα σπέρματα της Βανίλιας δεν έχουν άρωμα. Το χαρακτηριστικό άρωμα είναι αποτέλεσμα ενζυματικής δράσης κατά τη διάρκεια ειδικής επεξεργασίας. Το εκχύλισμα της βανίλιας παραλαμβάνεται μετά από θραύση των κατεργασμένων αποξηραμένων καρπών και εκχύλιση με αλκοόλη. Η τεχνητή βανίλια γίνεται από συνθετικά παραγόμενη βανιλίννη.



Ο βασιλικός (Ώκιμον το βασιλικόν, λατ. Ocimum basilicum) είναι αρωματικό ετήσιο, ποώδες φυτό της οικογένειας των Χειλανθών και της τάξης των σωληνανθών. Η καταγωγή του είναι από τηνΙνδία και το Ιράν και σήμερα καλλιεργείται σε πολλές περιοχές του κόσμου. Η ονομασία "βασιλικός" του αποδόθηκε καθώς, σύμφωνα με θρύλο, φύτρωσε στο σημείο όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος και η μητέρα του Αγία Ελένη ανακάλυψαν τον Τίμιο Σταυρό.
Τα φύλλα του είναι ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, πράσινα (έντονα ή σκούρα σε ορισμένες ποικιλίες). Τα άνθη του είναι μικρά και λευκά ή λευκορόδινα.
Στο εμπόριο κυκλοφορούν διάφορες ποικιλίες που διακρίνονται για το μέγεθος των φύλλων (μικρόφυλλες και πλατύφυλλες). Ο βασιλικός καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό σε γλάστρες και κήπους και τα φύλλα του χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα και αφέψημα. Περιέχουν αιθέριο έλαιο που κύριο συστατικό του είναι η λιναλοόλη και η μεθυλοχαβικόλη και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία.
Με την ονομασία βασιλικός είναι γνωστά και άλλα είδη που βρίσκονται σε τροπικές περιοχές. Είναι θάμνοι μικρού ύψους και καλλιεργούνται και ως καλλωπιστικοί. Ένα από τα είδη αυτά έχει την ονομασία φυτό του πυρετού και στις περιοχές της Δυτικής  Αφρικής  χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό.
Στην Ελλάδα είναι από τα πιο κοινά οικιακά φυτά. Χρησιμοποιείται στη λαϊκή φαρμακευτική ως βότανο καθώς πιστεύεται πως είναι καλό διουρητικό, καταπραΰνει το στομαχόπονο και το πονοκέφαλο ενώ στην αρχαιότητα τον χρησιμοποιούσαν ως επίθεμα μετά από δάγκωμα εντόμου, σκορπιού ή και φιδιού.
Στη μαγειρική χρησιμοποιούνται κυρίως αποξηραμένα φύλλα της πλατύφυλλης ποικιλίας το άρωμα των οποίων μοιάζει λίγο με αυτό του γλυκάνισου. Αρωματίζει διάφορα ψητά, σαλάτες, βραστά, κοκκινιστά, σούπες κ.τ.λ. ενώ ταιριάζει πολύ σε σάλτσες που έχουν ως βάση τη φρέσκια ντομάτα. Στην Ιταλική κουζίνα, η σάλτσα ζυμαρικών πέστο (pesto) έχει για βάση της το βασιλικό.
Ο βασιλικός έχει σημαντικό ρόλο στην Ελληνική λαϊκή και θρησκευτική παράδοση.
Σύμφωνα με αυτή το φυτό φύτρωσε στο χαμένο τάφο του Χριστού και η έντονη μυρωδιά του έγινε αφορμή να ανακαλυφθεί. Η Αγία Ελένη οδηγήθηκε στον Τίμιο Σταυρό από το έντονο άρωμα του βασιλικού που φύτρωσε δίπλα του. Την ονομασία του το φυτό την πήρε από το «βασιλιάς» και βασιλιάς είναι ο Ιησούς Χριστός. Στα Θεοφάνεια ο ιερέας ραίνει τους πιστούς με αγιασμό βουτώντας ένα κλαδί βασιλικό μέσα στο άγιασμα. Στη γιορτή της Υψώσεως του Τίμιου Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου στις εκκλησίες μοιράζεται βασιλικός.
                 
Λαογραφικά δίστιχα:
Βασιλικέ μου της βραγιάς και κρίνε μου του δάσου
αχού, εγώ πουλάκι μου πως θες να σε ξεχάσω!
Στο παραθύρι που ΄σαι συ, βασιλικός δεν πρέπει,
γιατί σαι συ βασιλικός κι οπ΄ έχει μάτια βλέπει!

Βασιλικιά και ροζμαρί κι ανθό του γλυκανίσου
ο έρωτας τα μάζεψε, κι έκαμε το κορμί σου!

Βασιλικό κι αρισμαρί δε βάνω πια στ' αφτί μου
γιατί μου την εκλέψανε την αγαπητική μου.


Κρητικές μαντινάδες:
Ποτέ μου δεν το λόγιαζα, ούτε στο νου μου το΄χα
ν΄ αφήσεις το βασιλικό, να πάρεις τη μολόχα.
Ερνήθης το βασιλικό κι αγάπησες τον πρίνο
απού δεν έχει μυρουδιά, διά(ο)λε και σε και κείνο!
Χαλάλι σου Βασιλικέ όσο νερό κι΄αν πίνεις,
γιατί τό κάμεις άρωμα καί πίσω μου τό δίνεις!
Δεν ημπορώ Βασιλικέ συχνά νά σε ποτίζω,
γιατί έχεις μυρωδιές πολλές και δεν τις νταγιαντίζω!


Γ

Τροπικό αειθαλές δέντρο το γαριφαλόδεντρο ανήκει στην τάξη των Μυρτωδών και στην οικογένεια των Μυρτοειδών.
Η καταγωγή του είναι από τις νήσους Μολούκες και καλλιεργείται στις τροπικές περιοχές για τους ξηρούς οφθαλμούς του από τους οποίους βγαίνει το μπαχαρικό γαρίφαλο. Είναι γνωστό και με την ονομασία Συζύγιον το αρωματικό (Syzygium aromaticum), ενώ υπήρχε ως αρωματικό και καλλωπιστικό φυτό στην Κίνα από τον 3ο π.Χ. αιώνα.
Το ύψος του δέντρου φτάνει τα 12 μέτρα ,τα φύλλα του είναι μικρά με πολλούς αδένες και διατάσσονται αντίθετα.
Το γαρίφαλο είναι ένα από τα πιο παλιά και σημαντικά μπαχαρικά με όμορφο καυτερό άρωμα και καυτερή δυνατή, αρωματική γεύση. Κάθε δέντρο παράγει γύρω στα 35 κιλά οφθαλμούς που μαζεύονται γύρω στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου και αποξηραίνονται το χειμώνα με έκθεση στο δυνατό ήλιο.
Τα παλιά χρόνια τα γαριφαλόδενδρα τα καλλιεργούσαν στην Ινδονησία και κυρίως σε κάποια μικρά νησιά με το όνομα νησιά των μπαχαρικών. Στις αρχές του 17ου αιώνα Ολλανδοί θαλασσοπόροι κατέστρεψαν φυτείες με γαριφαλόδενδρα για να ανεβάσουν την τιμή του μπαχαρικού, αφού έλεγχαν μονοπωλιακά τις περιοχές αυτές. Γάλλοι λαθρέμποροι μετέφεραν πόρους γαριφαλόδεντρου στην Κεϋλάνη και σε άλλα νησιά του Ινδικού ωκεανού.




Ο γλυκάνισος είναι η κοινή ονομασία του ετήσιου ποώδους φυτού του είδους Πιμπινέλλη το άνισον (Pimpinella anisum) του γένους Πιμπινέλλη της οικογένειας των Σκιαδοφόρων (Umbelliferae). Ως γλυκάνισος αναφέρονται και οι σπόροι του φυτού αυτού. Λέγεται επίσης και άνισο.
Η καταγωγή του είναι από την ανατολική Μεσόγειο ή τη Μέση Ανατολή όμως σήμερα έχει διαδοθεί στην Ευρώπη την Ασία και την Αμερική. Ο βλαστός του είναι ίσιος και έχει ύψος που κυμαίνεται από 25 έως 75 εκατοστά. Χρησιμοποιείται από το 2000 π.Χ. ως αρωματικό, καρύκευμα και φάρμακο. Οι καρποί του είναι ωοειδείς, σκληροί και ανοικτού καφέ χρώματος. Η γεύση του είναι υπόγλυκη. Έχει χαρακτηριστικό άρωμα, σπασμολυτικές και αποχρεμπτικές ιδιότητες. Πολύ συχνά χρησιμοποιείται στην αρτοποιία ως αρωματικό ή ως κύριο αρωματικό σε αλκοολούχα ποτά, όπως το αψέντι το ούζο και το ρακί.



Δ

Αρωματικός αειθαλής θάμνος το δενδρολίβανο ανήκει στο γένος Ροσμαρίνος  και στην οικογένεια των Χειλανθών.
Γνωστό φυτό στην αρχαιότητα όταν οι Αρχαίοι Έλληνες το χρησιμοποιούσαν σε διάφορες θρησκευτικές τελετές και γιορτές ,σε στολισμούς κτηρίων, ναών και το έκαιγαν και ως θυμίαμα.
Η καταγωγή του είναι από τις περιοχές της Μεσογείου αλλά σήμερα εκτός από τις περιοχές αυτές καλλιεργείται ως καλλωπιστικό για τα ωραία κυανά άνθη του σε όλη σχεδόν την Ευρώπη και τις εύκρατες περιοχές της Αμερικής.
Είναι πυκνόφυλλος και πολύκλαδος θάμνος με ύψος που δε ξεπερνά τα 2 μέτρα. Τα φύλλα του είναι δερματώδη, μικρά , γραμμοειδή και μοιάζουν με πευκοβελόνες. Η πάνω επιφάνεια των φύλλων έχει χρώμα σκούρο πράσινο και η κάτω επιφάνεια είναι ελαφρώς χνουδωτή με χρώμα λευκό ή αχνά γκριζωπό. Τα άνθη βρίσκονται κατά ομάδες και βγαίνουν στις μασχάλες των φύλλων. Το χρώμα τους είναι μοβ, κυανόλευκο ή και λευκό. Δεν έχει ιδιαίτερη ανάγκη από πότισμα και μπορεί να φυτρώσει και σε βραχώδεις ορεινές περιοχές. Περιέχει τανίνη και αιθέριο έλαιο, το οποίο εξάγεται με απόσταξη κυρίως από τις κορυφές των ανθοφόρων βλαστών.
Οι τρυφεροί βλαστοί και τα φύλλα του δενδρολίβανου χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε πολλά φαγητά. Στα ψητά δίνει μία ιδιαίτερη γεύση. Στη ζαχαροπλαστική το χρησιμοποιούν κυρίως στα γλυκά του κουταλιού. Έχουν ένα ευχάριστο άρωμα που μοιάζει με αυτό του τσαγιού και η γεύση τους είναι ελαφρώς πικρή και λίγο καυτερή.
Από τα φύλλα του δενδρολίβανου εξάγεται ένα υγρό που χρησιμοποιείται στην παρασκευή φάρμακου για τους ρευματισμούς, για τις διάφορους ερεθισμούς του στόματος καθώς και για το βήχα. Από τους βλαστούς εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη σαπωνοποιία, καθώς και με κατάλληλη επεξεργασία στην παρασκευή εντομοκτόνων.
Τα άνθη του προτιμώνται από τις μέλισσες και γίνονται πηγή για τη παραγωγή μελιού.


Δίκταμο
Το Δίκταμοέρωντας) (επιστημονική ονομασία: Origanum dictamnus, Ορίγανον το δίκταμνον) είναι ένα ενδημικό φυτό που συναντάται στην Κρήτη και χρησιμοποιείται ως ρόφημα. Το όνομα προέρχεται από το όρος Δίκτη (Λασιθιώτικα) όπου παλαιότερα αφθονούσε. Ειδικότερα καλλιεργείται εδώ και 70 χρόνια στην Έμπαρο. Τα φύλλα του είναι χνουδωτά και έχουν χρώμα γκριζοπράσινο. Το δίκταμο λέγεται και δίκταμνο(ς).

Στη Μινωική Κρήτη και την Αρχαία Ελλάδα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα φαρμακευτικά φυτά. Ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε κατά των παθήσεων του στομάχου και του πεπτικού συστήματος, στους ρευματισμούς, τα αρθριτικά, ως επουλωτικό, εμμηναγωγό, τονωτικό και αντισπασμωδικό.
 Περιγραφή
Ο Δίκταμος (Origanum dictamnus) είναι ενδημικό φρύγανο της Κρήτης και αυτοφύεται πρακτικά σε όλα τα βουνά του νησιού κι όχι μόνο στη Δίκτη όπως το θέλει το όνομά του. Εξαπλώνεται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.600 μ. αποκλειστικά σε γκρεμνό και φαράγγια (υποχρεωτικό χασμόφυτο). Είναι ένα μικρό φυτό με μήκος 30 έως 40 εκ., πολύ δυνατής οσμής και γεύσης, τα φύλλα του είναι σχετικά μικρά αλλά παχουλά, και καλύπτονται από χνούδι, τα άνθη του έχουν βιολετί χρώμα.
Θεραπευτικές Ιδιότητες
Το δίκταμο έχει αντισηπτική δράση, τονωτική και αντισπασμωδική. Χρησιμοποιείται για την επούλωση των τραυμάτων, ως καταπραϋντικό του πεπτικού συστήματος, καθώς και κατά της γρίπης και του κρυολογήματος. Δρα σπασμολυτικά και συμβάλει στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση των κυκλοφορικών και καρδιολογικών προβλημάτων, ανακουφίζει από πονοκεφάλους, και στομαχικές διαταραχές, πονόδοντους και αποστήματα. Ενεργεί επίσης, ως αντιδιαβητικό, εμμηναγωγό αλλά και ως αφροδισιακό (στην Κρήτη το αναφέρουν και ως «έρωντα»).
Χρήση
Χρησιμοποιείται ως φάρμακο με τη μορφή συνήθως του αφεψήματος, αντικαθιστώντας το τσάι με αναλογία 1 γρ δίκταμο με 100 γρ νερό.


Η

Το Ηλιοτρόπιο  είναι γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, το οποίο ανήκει στην τάξη πολεμονιώδη, οικογένεια βοραγινίδες (Boraginaceae). Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη ποωδών και θαμνωδών φυτών, ιθαγενή τών εύκρατων και τροπικών περιοχών, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τα άνθη τους στρέφονται πάντα προς τον Ήλιο. Πολλά είδη είναι ζιζάνια. Γνωστότερο είδος είναι το Ηλιοτρόπιο το δενδρώδες (H. arborescens), ένα θαμνοφόρο πολυετές φυτό που μπορεί να φτάσει τα δύο μέτρα ύψος. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό για τα αρωματικά πεντάλοβα, κόκκινα ως λευκά άνθη. Στην Ελλάδα απαντούν 6 είδη, κοινότερα από τα οποία είναι: Ευρωπαϊκό ηλιοτρόπιο (H. europaeum) σε πετρώδεις άγονες περιοχές σε όλη τη χώρα, κοινώς γνωστό ως «μπαμπακίτσες», «κουλούμπακας», «μελισσόχορτο» και H. dolosum σε παραθαλάσσιες αμμώδεις περιοχές. Τα αρωματικά άνθη του Ηλιοτροπίου χρησιμοποιούνται κατόπιν επεξεργασίας ως συστατικό στην αρωματοποιία.



Θ

Το θυμάρι ή θύμιο (Θύμος ο κοινός, λατ. Thymus vulgaris) είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό, το οποίο ανήκει στην τάξη των Σωληνανθών (Tubiflorae) και στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Είναι θάμνος μικρού ύψους (έως 30 εκατοστά), με όρθιους βλαστούς, εξαιρετικά ανθεκτικός, αναδύει πολύ ευχάριστο άρωμα.
Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική.
Τα φύλλα του θυμαριού, όταν ξεραθούν, αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και αναδύουν το άρωμα τους όταν θρυμματιστούν. Η γεύση τους είναι πολύ δυνατή, ελαφρώς καυστική και πλούσια. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό για τον αρωματισμό διαφόρων φαγητών, σε ψάρια, κρέατα, σε διάφορες σάλτσες, σούπες κ.λ.π. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά του λικέρ βενεδικτίνη.
Το θυμάρι είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις μέλισσες και το θυμαρίσιο μέλι είναι εξαιρετικής ποιότητας.
Περιέχει αιθέριο έλαιο σε ποσοστό 1-2% και κύριο συστατικό του είναι η θυμόλη ή, αλλιώς, καμφορά του θυμαριού, έχει δε χρήσεις στην αρωματοποιία και στην οδοντιατρική.
Υπάρχουν και καλλωπιστικές ποικιλίες που καλλιεργούνται σε διάφορους κήπους.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 23 αυτοφυή είδη και τα πιο σημαντικά είναι:
1.-Αγριοθυμάρι. Μικρός θάμνος με βλαστούς ξυλώδεις ξαπλωμένους. Βρίσκεται σε πολλές βραχώδεις, ορεινές, ξηρές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.Κοντά στις περιοχές όπου φύεται το άγριο θυμάρι τοποθετούνται κυψέλες με μέλισσες και παράγεται εκλεκτό μέλι.
2.-Χαμοθρούμπι. Πολύ κοινό σε διάφορες πεδινές περιοχές και λιβάδια της Μακεδονίας και της Θράκης.
3.-Σμάρι ή θυμάρι της Aττικής. Βρίσκεται σε διάφορες βραχώδεις περιοχές της Αττικής, της Αχαΐας, Κορινθίας και Ολύμπου.
            

Κ
Η κάππαρη είναι γένος,αγγειόσπερμων, δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Καππαροειδών και στην τάξη των Καππαρωδών, με 200 είδη δέντρων αλλά κυρίως θάμνων. Τα περισσότερα είδη φέρουν αγκάθια και βρίσκονται σε βραχώδεις και άνυδρες περιοχές των τροπικών και εύκρατων περιοχών της γης. Ορισμένα από τα είδη είναι έρποντα ή αναρριχητικά.
Στις Μεσογειακές χώρες βρίσκεται το είδος Κάππαρη η κοινή (ή Κάππαρη η ακανθωτή, Capparis spinosa), έρπων θάμνος με μικρά αγκάθια και βλαστούς που διακλαδίζονται και απλώνονται στο έδαφος. Τα άνθη του φύονται μεμονωμένα, είναι μεγάλα και έχουν χρώμα λευκό. Τα άνθη πριν ανοίξουν, στο στάδιο που είναι ακόμα οφθαλμοί, μαζεύονται και στη συνέχεια τοποθετούνται σε αλατισμένο νερό με ξύδι (τουρσί) αποτελώντας τη γνωστή κάππαρη του εμπορίου.
Η κάππαρη χρησιμοποιείται ως καρύκευμα σε διάφορες σαλάτες, σε ποικιλία από τουρσιά και σε σάλτσες. Η γεύση της είναι πικάντικη και ελαφρώς καυτερή· αυτό οφείλεται στην ύπαρξη τού σιναπέλαιου που απελευθερώνεται από τους ιστούς του φυτού. Ο φλοιός τής ρίζας χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων παθήσεων όπως αρθρίτιδες, ρευματισμοί και πονόδοντοι. Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το φυτό έχει θεραπευτικές αλλά και μαγικές ιδιότητες.
Η κάππαρη είναι πιθανόν το περισσότερο ξεροφυτικό φυτό της Μεσογειακής ζώνης. Στην Ισπανία το χρησιμοποιούν για να σχηματίσουν αντιπυρικές ζώνες καθότι σε διαστήματα μεγάλης ξηρασίας το φυτό δεν πέφτει σε θερινή νάρκη, όπως κάποια άλλα που ξεραίνονται εντελώς, αλλά διατηρεί τους χυμούς στους ιστούς της. Συνήθως φύεται σε σχισμές απόκρημνων βράχων πολύ κοντά στην θάλασσα. Αυτή είναι μια παραλλαγή της ποικιλίας Capparis spinosa που έχει ελάχιστα μέχρι καθόλου αγκάθια και μεγάλα σχετικά φύλλα. Μια ποικιλία με αγκάθια και πιο μικρά φύλλα βρίσκεται σε πολλά σημεία της Αθήνας σε απίθανα μέρη. Σε ενώσεις κράσπεδων, σε σχισμές πεζοδρομίων, σε σχισμές τοίχων 1ου,2ου, ακόμη και 3ου ορόφου. Το πιθανότερο έιναι οτι οι σπόροι βλάστησαν σε αυτά τα σημεία μεταφερόμενοι περισσότερο απο τα μυρμήγκια παρά από τον αέρα.
Η κάππαρη πολλαπλασιάζεται με σπόρο η με μόσχευμα. Παρότι η κάππαρη φυτρώνει εκεί που δεν την περιμένεις, οι δύο τρόποι πολλαπλασιασμού στην πράξη έχουν πολλές δυσκολίες. Οι σπόροι της κάππαρης έχουν μια εξωτερική φλούδα που είναι πολύ δύσκολο να διαπεραστεί απο το νερό για να βλαστήσει το έμβρυο. Ακόμη κι όταν βλαστήσει ο σπόρος και βγεί το φυτό βάζοντας τα στη τελική θέση αναμένουμε συνήθως στα 4 φυτά να επιζήσει το 1. Ο πολλαπλασιαμός με βλαστό που παίρνουμε απο το φυτό έχει κι αυτός πολύ λίγες πιθανότητες να είναι επιτυχής ακόμη κι αν φανεί οτι αρχικά έχει πιάσει.
Στην Ιταλία και Τουρκία παράγουν φυτά κάππαρης. Πιθανόν αυτό να γίνεται με in vitro καλλιέργεια ιστών. Η Τουρκία παράγει αρκετή απο ότι φαίνεται κάππαρη τουρσί την οποία εξάγει ακόμη και στην Ελλάδα. Καλλιέργεια κάππαρης γίνεται και στην Κύπρο
Άλλο είδος κάππαρης είναι η Κάππαρη η ντετσίντουα μικρό δέντρο που βρίσκεται σε περιοχές της Ασίας, φτάνει δε το ύψος των 5 μέτρων. Οι μικροί καρποί του δέντρου αυτού γίνονται τουρσί ενώ χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική για τη θεραπεία διαφόρων καρδιακών διαταραχών. Επίσης από την ξυλεία του δέντρου, που είναι ιδιαίτερα ανθεκτική, κατασκευάζονται σανίδες και βάρκες.
Η Κάππαρη η Ινδική είναι μικρό δέντρο που καλλιεργείται για τη δημιουργία αντιανεμικών φρακτών καθώς και ως καλλωπιστικό. Εκχύλισμα των ανθών και των καρπών του χρησιμοποιείται ως αντιπυρετικό και στην παρασκευή αλοιφών για διάφορες δερματικές παθήσεις.
Οι καρποί του θάμνου Κάππαρη η κοριμπιφέρα τρώγονται ως τουρσί και γίνονται και μπαχαρικό.




Το κύμινο είναι η κοινή ονομασία του φυτού Κούμινον το κύμινον (Cuminum cyminum). Επίσης αναφέρεται και στους αποξηραμένους καρπούς του φυτού που χρησιμοποιούνται, είτε ολόκληροι είτε σε σκόνη, για να δώσουν άρωμα σε χρήση στη μαγειρική.

Το φυτό είναι ετήσιο ποώδες, μικρού μεγέθους, ισχνό και ανήκει στην τάξη Σκιαδανθή, οικογένεια Σκιαδοφόρα (Umbelliferae). Τα φύλλα του είναι πολυσχιδή και τα άνθη του είναι λευκά ήρόδινα. Η προέλευσή του είναι από την Μεσόγειο, όμως πλέον καλλιεργείται και στην Ινδία την Κίνα και το Μεξικό.
Οι αποξηραμένοι καρποί είναι λεπτοί, επιμήκεις, ωοειδείς, καστανοκίτρινοι, με δυνατό και βαρύ άρωμα. Η έντονη γεύση θυμίζει την γεύση του Κάρου. Το κύμινο αποτελεί σημαντικό συστατικό σε μίγματα καρυκευμάτων όπως κάρυ και σάλτσες τσάτνεϋ. Είναι δημοφιλές στις κουζίνες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.
Οι σπόροι του κύμινου παλαιότερα χρησιμοποιούνταν στη λαϊκή ιατρική. Πλέον χρησιμοποιείται φαρμακευτικά κυρίως στην κτηνιατρική. Τέλος οι σπόροι του κύμινου περιέχουν από 2,5% έως 4,5% αιθέριο έλαιο κύριο συστατικό του οποίου είναι η κουμιναλδεΰδη.




Η κιτριά είναι κοινή ονομασία του είδους Citrus medica (Κιτρέα η μηδική) του γένους Κίτρος που ανήκει στα εσπεριδοειδή (πιο συγκεκριμένα στην οικογένεια των Ρυτοειδών (Rutaceae)). Οκαρπός της είναι το κίτρο. Στην αρχαιότητα το κίτρο χρησιμοποιείτο για φαρμακευτικούς σκοπούς ενώ ήταν σύμβολο της γονιμότητας και της αφθονίας. Στην Ελλάδα το κίτρο λέγεται καιμηδικό μήλο. Είναι μικρό αειθαλές δέντρο με ύψος 3.5 μέτρα. Τα κλαδιά του είναι ακανόνιστα, απλωτά και αγκαθωτά. Τα φύλλα είναι μεγάλα, ωχροπράσινα και συνήθως επιμήκη. Οκαρπός (κίτρο) είναι εξογκωμένος στην κορυφή και έχει μήκος από 12 έως 15 εκατοστά. Η επιφάνεια του καρπού είναι ρυτιδωμένη. Το εσωτερικό τμήμα του κολλώδους φλοιού είναι παχύ, άσπρο και κολλώδες, το εξωτερικό είναι λεπτό, κιτρινοπράσινο και αρωματικό. Τα άνθη των όξινων ποικιλιών όπως η «Diamante» είναι πορφυρά στην εξωτερική τους πλευρά ενώ αυτά των γλυκών ποικιλιών όπως της Κορσικής έχουν ένα λευκό προς το κρεμ χρώμα. Με ποικιλίες κιτριάς και μανταρινιάς παράγεται το υβρίδιο της λεμονιάς. Τέλος το κίτρο μαζί με ένα κομμάτι του μίσχου του, χρησιμοποιείται στην Εβραϊκή θρησκεία ως μέρος τελετουργικού.
Υπάρχουν οκτώ ποικιλίες κίτρου βάσει γεωγραφικής προέλευσης:
Το Kίτρο Φλωρεντίας (Florentine Citron)
Τo Kίτρο Ντιαμάντε (Diamante Citron) από την Καλαβρία της Ιταλίας
To Ελληνικό Κίτρο (Greek Citron)
To Κίτρο Balady από την Παλαιστίνη (Balady Citron)
Το Kίτρο Υεμένης (Yemenite Citron)
To Κίτρο Δάκτυλα του Βούδα (Fingered Citron ή Buddha's hand)
Το Κίτρο του Μαρόκο (Moroccan citron)
Το Κίτρο της Κορσικής (Corsican citron)
Η σάρκα του κίτρου χρησιμοποιείται στη μαγειρική για μαρινάρισμα κρεάτων, στη ζαχαροπλαστική για παρασκευή γλυκών,ζαχαρόπηκτων και καραμελών και στην αρτοποιία. Από το φλοιό του κίτρου κατασκευάζεται το ομώνυμο γλυκό κουταλιού και ποτό με το όνομα Cedratine στην Κορσική. Από τα φύλλα του κίτρου παρασκευάζονται στη Νάξο και τρία είδη λικέρ ενώ στη Γαλλία χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην αρωματοποιία. Στην Κορέα το κίτρο χρησιμοποιείται για να φτιαχτεί ένα είδος τσαγιού με το όνομα «Yujacha». Ο καρπός του κίτρου χρησιμοποιείται στην βιομηχανία για παρασκευή του κιτρέλαιου και του κιτρικού οξέως. Στην Ελλάδα διοργανώνεται κάθε χρόνο η "Γιορτή Κίτρου" στο χωριό Γαράζο του Μυλοποτάμου. Το Γαράζο είναι η πρώτη κιτροπαραγωγός περιοχή στην Ελλάδα ενώ στο Πάνορμο Μυλοποτάμου ιδρύθηκε το 1931 η "Ένωση Κιτροπαραγωγών Κρήτης", με μικρή μονάδα συλλογής, συσκευασίας και επεξεργασίας, η οποία μεταφέρθηκε κατά τη δεκαετία του 1990 στην περιοχή "Λατζιμάς" προκειμένου να λειτουργήσει εκεί το αυτοματοποιημένο εργοστάσιο επεξεργασίας του προϊόντος.



Λ

Η λεβάντα (επ. ονομ. Lavandula) είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Το γνωστότερο γένος είναι η λαβαντούλα, που περιλαμβάνει γύρω στα 25 είδη. Είναι ιθαγενές των παραμεσόγειων περιοχών. Επίσης, απαντάται στα Κανάρια Νησιά, στην Ινδία και σε άλλες ασιατικές χώρες. Το αιθέριο έλαιο που περιέχουν τα φύλλα της χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και για τη θεραπεία νευρασθενειών. Έχει επίσης αντισηπτικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται στην επούλωση τραυμάτων. Σε μεγάλες δόσεις η λεβάντα δρα ως υπνωτικό και ναρκωτικό. Οι ιαματικές της ιδιότητες ήταν γνωστές από την αρχαιότητα και αναφέρονται στο Διοσκουρίδη, τον Πλίνιο και το Γαληνό.
Πρόκειται για φυτό φρυγανώδες και πολύκλαδο, με όρθιους βλαστούς που φύονται από τη βάση. Είναι, συνεπώς, θάμνος, με ύψος 30 έως 80 εκατοστά. Έχει γκριζοπράσινα φύλλα, στενά ώς λογχοειδή. Οι ανθοφόροι βλαστοί καταλήγουν σε ταξιανθία τύπου στάχεος.
Το αιθέριο έλαιο της λεβάντας χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, τη σαπωνοποιία και στη φαρμακευτική ως τονωτικό και αντικαταρροϊκό. Κύριο συστατικό του είναι η χημική ένωση οξικό λιναλύλιο. Εκτός αυτού, περιέχει αλκοόλες.
Η λεβάντα καλλιεργείται σε εδάφη πλούσια σε ασβέστιο, καθώς αυτό βελτιώνει την ποιότητα του αιθερίου ελαίου της και βοηθά την ανάπτυξη του φυτού. Το έδαφος καλλιέργειας πρέπει να είναι ελαφρύ και χαλικώδες, γι' αυτό και το φυτό προσφέρεται για καλλιέργεια σε εκτάσεις ακατάλληλες για άλλου τύπου καλλιέργειες. Δεν αγαπά, επίσης, ιδιαίτερα την υγρασία, αλλά ούτε και την ολοσχερή ξηρασία. Σήμερα καλλιεργείται στην Ισπανία, τη Γαλλία, τη Βουλγαρία και αρκετές χώρες της Βόρειας Αφρικής. Στην Ελλάδα καλλιεργείται στην Αρκαδία, την Κεφαλληνία, τις Σέρρες την Κομοτηνή και τη Σαμοθράκη.
Πολλαπλασιάζεται με σπόρους, με μοσχεύματα και με παραφυάδες. Η συλλογή (συγκομιδή) γίνεται κατά το στάδιο πλήρους ανθοφορίας, οπότε και μπορεί να ληφθεί η μέγιστη ποσότητα (και ποιότητα) αιθερίου ελαίου.
Το κοινό όνομα λεβάντα αναφέρεται κυρίως στο άλλο αυτοφυές αλλά και καλλιεργούμενο είδος Λεβάντα η στενόφυλλος (Lavandula angustifolia).
Στον 'ελληνικό χώρο καλλιεργείται πιο πολύ το είδος Λεβάντα η στοιχάς (Lavandula stoechas). Αυτή είναι γνωστή και με τα ονόματα:
αγριολεβάντα - λαμπρή -λαβαντή -χαμολίβανο -μυροφόρα -καραμπάσι -Αβαγιανός
 
Το βότανο της Λουίζα, με το λατινικό όνομα «Lippia citriodora» ανήκει στην οικογένεια των Verbenaceae (που περιλαμβάνει περίπου 250 είδη) και κατάγεται από την Αμερική. Σήμερα όμως τη θεωρούμε πλέον και δικό μας φυτό και την αναφέρουμε εκτός από τα επιστημονικά της ονόματα Λιππία η κιτρίοσμος και λεμονόχορτο, λόγω της λεμονάτης μυρωδιάς των ανθών και των φύλλων της, αλλά στην Κρήτη που της έχουν ιδιαίτερη αδυναμία θα ακούσετε να την αποκαλούν και γοργογιάννη.

Η όμορφη λουίζα είναι ένα ένα φαρμακευτικό λουλούδι που φροντίζει για την καλή μας υγεία με πολλούς τρόπους, ως αφέψημα ή λάδι, αφού τόσο τα άνθη, όσο και τα φύλλα της είναι ιδιαίτερα ευεργετικά  για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Σε τι βοηθά;
*Για τα νοσήματα του στομάχου και του πεπτικού συστήματος το αφέψημά της είναι ευεργετικό και βοηθάει, όταν υποφέρουμε από δυσπεψία, μετεωρισμό, νευραλγίες και κολικούς του στομάχου και των εντέρων.
*Σταματά τη διάρροια και την αιμορραγία
*Βοηθά στο αδυνάτισμα και στην εξαφάνιση της κυτταρίτιδας
 και στην αποβολή των περιττών υγρών.
*Είναι αποτελεσματικό τονωτικό, αλλά ταυτόχρονα και καταπραϋντικό.
*Είναι αντιπυρετικό.
*Είναι διουρητικό και συνίσταται σε περιπτώσεις νεφρολιθιάσεων.
*Βοηθάει στην αποτοξίνωση του οργανισμού.
*Ανακουφίζει από τις ημικρανίες.
*Καταπολεμά την κακοσμία του στόματος.
*Το ζεστό έγχυμα της λουίζας είναι φημισμένο για της αφροδισιακές του ιδιότητες.
*Χρησιμοποιήστε το έγχυμα του βοτάνου, για να πλύνετε και να καθαρίσετε το πρόσωπό σας.
*Το έλαιό της βοηθά τις πληγές να επουλωθούν.
* Ευεργετικό με καταπλάσματα στους νευρικούς πόνους και νευρικές κεφαλαλγίες, καθώς και στους πόνους των αυτιών.
*Το αιθέριο έλαιο του φυτού χρησιμοποιείται και στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική, ποτοποιία κ.λ.π.

Ειδικότερα:
Δίαιτα
Οι ευεργετικές ιδιότητες της λουίζας βοηθούν στην αποτοξίνωση και την αποβολή των περιττών υγρών από τον οργανισμό αλλά και την καύση της  κυτταρίτιδας. Είναι από τα πιο διάσημα βότανα για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. H συχνή χρήση της βοηθά στην αύξηση του ρυθμού του μεταβολισμού, στη ρύθμιση της όρεξης και στη διούρηση - γι’ αυτό και είναι μια καλή επιλογή για όσους ταλαιπωρούνται από κατακράτηση υγρών. Ακόμα, βοηθάει σημαντικά στη σύσφιξη του δέρματος. Επιλέξτε να πίνετε ένα φλιτζάνι αφέψημα περίπου 20 λεπτά πριν τα γεύματά σας. Προσπαθήστε να το τηρήσετε για 1-2 μήνες, κάντε ένα διάλειμμα 2 εβδομάδων και συνεχίστε ανάλογα με τα κιλά που θέλετε να χάσετε. Αν θέλετε, μπορείτε να το χρησιμοποιείτε και ως κομπρέσα.
Κακοσμία του στόματος Αν νιώθετε ή σάς έχουν πει ότι το στόμα σας μυρίζει άσχημα, πιείτε ένα αφέψημα λουίζας. Φυσικά η κακοσμία είναι σύμπτωμα που οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς λόγους, όπως στοματικά, οδοντιατρικά, αναπνευστικά ή γαστρεντερικά προβλήματα. Μέχρι να βρει την οριστική λύση, αφήστε 50 γρ. φύλλα λουίζας να μουλιάσουν για 15 λεπτά σε 1 λίτρο κρύο νερό και μετά βράστε τα για λίγα δευτερόλεπτα. Αφήστε τα να κάτσουν για άλλα 10 λεπτά, ώστε να διαλυθεί στο νερό το αιθέριο έλαιο του φυτού. Πιείτε 3-4 φλιτζάνια από αυτό το «τσάι» μέσα στη μέρα, και θα διαπιστώσετε ότι η κακοσμία θα καταπολεμηθεί.
Οδηγίες Προετοιμασίας
Έγχυμα : Aφού βράσει το νερό στο μπρίκι, το αποσύρετε από τη φωτιά, προσθέτετε τη συνιστώμενη δόση του βοτάνου και το αφήνετε σκεπασμένο για 5 λεπτά. Tο σουρώνετε και το πίνετε.
Aφέψημα : Tο αφέψημα ενδείκνυται για τα σκληρά φύλλα και τις ρίζες των βοτάνων. Στην περίπτωση αυτή, βράζετε το βότανο μαζί με το νερό για 5 λεπτά, το σουρώνετε και το πίνετε.

Το αιθέριο έλαιο της λουίζας θα το βρείτε εύκολα στα φαρμακεία ή στα καταστήματα βιολογικών ειδών. Λίγες μόνο σταγόνες πάνω σε ένα βαμβάκι, βοηθούν τις πληγές να επουλωθούν και τους μώλωπες να υποχωρήσουν. Όμως μην το παρακάνετε, γιατί η λουίζα έχει ιδιαίτερα υψηλή περιεκτικότητα σε καμφορά και μπορεί να σάς φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα.
 Προσοχή!
Συστήνεται να αποφεύγεται η χρήση της από όσους πάσχουν από υπόταση,
επειδή είναι διουρητική και μειώνει την πίεση.



Μ

Μαλοτύρα
.Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι Sideritis syriaca και την συναντούμε με τις ονομασίες μαλοτίρα, τσάι του βουνού και καλοκοιμιθιά.

Η ονομασία μαλοτίρα προέρχεται από τις ιταλικές λέξεις male (αρρώστια) και tirare (σύρω). Στην ενετοκρατούμενη Κρήτη το θεωρούσαν πανάκεια για τα κρυολογήματα και τις παθήσεις του αναπνευστικού.
 
Ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών η οποία περιλαμβάνει 80 περίπου είδη, που φύονται στις παραμεσογείους χώρες, τις Καναρίους νήσους και την Βόρειο Ασία. Στην Ελλάδα αυτοφύονται σε μεγάλα υψόμετρα (πάνω από τα 1000 μέτρα ) 17 είδη τα κοινότερα των οποίων είναι η μαλοτίρα (Siderites syriaca), το βλάχικο τσάι (Sideritis athoa-το οποίο ονομάζουν στο Άγιον Όρος μπετόνικα), το τσάι του μαλεβού ή τσάι Ταύγετου (Sideritis clandestina), το τσάι Ευβοίας ή τσάι από το Δέλφι (Sideritis euboea), το τσάι Ολύμπου (Sideritis scardica) και το τσάι Παρνασσού ή τσάι του Βελουχιού (Sideritis raeseri).
 
Η μαλοτίρα είναι φυτό πολυετές που το ύψος του κυμαίνεται από 10 έως 50 εκατοστά. Έχει κλάδους λεπτούς και στρογγυλούς που σκεπάζονται σε όλο το μήκος τους με άφθονο χνούδι. Τα φύλλα του είναι αντίστοιχα και το μήκος τους είναι από 1-6 εκατοστά, χοντρά, λίγο σαρκώδη, μακρουλά, ελλειψοειδή και σκεπάζονται και αυτά από χνούδι. Τα άνθη του σχηματίζουν κορύμβους και το χρώμα τους είναι κιτρινόλευκο. Είναι βότανο εύγευστο και αρωματικό, πολύ δημοφιλές στους συντοπίτες μας. Δυστυχώς όμως, η υπερβόσκηση και η υπερβολική ζήτηση τόσο στην Κρήτη, όσο και την υπόλοιπη Ελλάδα, θέτει σε κίνδυνο τη διατήρηση αυτών των ειδών. Η μόνη λύση φαίνεται να είναι η καλλιέργεια του σιδερίτη σε όλη την Ελλάδα, πράγμα που γίνεται σήμερα, μόνο για το τσάι Παρνασσού (από τα τέλη της δεκαετίας του 60) και την μαλοτίρα σε μικρότερη έκταση. Αλλά σίγουρα χρειάζεται να γίνει ακόμη μεγαλύτερη καλλιέργεια.

Συστατικά-χαρακτήρας
Η Μαλοτήρα περιέχει φλαβονοειδείς ουσίες, τριτερπενικά οξέα, αιθέριο έλαιο (διτερπένια, καρβακρόλη, κουρκουμίνη και καρυοφυλλίνη).

Ιστορικά στοιχεία
Τον σιδερίτη τον αναφέρει ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ) ενώ ο Π. Γεννάδιος γράφει ότι ο σιδερίτης ονομάστηκε έτσι από τον Διοσκουρίδη λόγω της ικανότητάς του να θεραπεύει πληγές από σιδερένια αντικείμενα ή κατ’ άλλους, από τα δόντια που έχει ο κάλυκας του άνθους που μοιάζουν με αιχμή λόγχης. Υπάρχει όμως και η εκδοχή, η ονομασία να προέρχεται λόγω την μεγάλης ποσότητας σιδήρου που περιέχει το έγχυμα του βοτάνου.

Άνθιση – συλλογή – χρησιμοποιούμενα μέρη
Το βότανο ανθίζει από το τέλος Ιουνίου μέχρι το τέλος Ιουλίου. Συλλέγεται κατά την διάρκεια της ανθοφορίας του και για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται τα επίγεια τμήματα.

Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις
Η μαλοτίρα δρα ως αντιφλεγμονώδες, βακτηριοστατικό, αντιοξειδωτικό, αντιμικροβιακό, ευστόμαχο, εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό. Έρευνες τα τελευταία χρόνια αναφέρουν ότι δρα εναντίον της οστεοπόρωσης και του καρκίνου. Βοηθά το πεπτικό σύστημα και δρα εναντίον των κρυολογημάτων. Είναι θερμαντικό, τονωτικό, διουρητικό και αποτοξινωτικό. Χρησιμοποιείται για τα κρυολογήματα και τις παθήσεις του αναπνευστικού καθώς επίσης για τις παθήσεις του ουροποιητικού λόγω της διουρητικής της δράσης. Αν προσθέσουμε στο αφέψημα ξυλαράκια κανέλλας και μέλι έχουμε ένα άριστο μαλακτικό και αντισηπτικό για τον βήχα. Πιστεύεται τέλος ότι είναι ευεργετικό για τα αιμοφόρα αγγεία της καρδιάς.

Παρασκευή και δοσολογία
Παρασκευάζεται ως αφέψημα. Το βράζουμε για 4 περίπου λεπτά και συνδυάζεται άριστα με την μαντζουράνα.
 
 Προφυλάξεις:
Δεν έχει αναφερθεί καμία παρενέργεια σε περίπτωση υπερδοσολογίας


Ο μάραθος (ή μάραθο, το) είναι ποώδες και αρωματικό φυτό. Είναι δικοτυλήδονο και ανήκει στην οικογένεια των Σκιαδοφόρων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Φοινίκουλον το κοινόν. Περιέχει αιθέρια έλαια κατά 7% και ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, στην Κίνα, στην Αίγυπτο και την Ινδία. Ειδικότερα, ο Πλίνιος αναφέρει 22 φαρμακευτικές ιδιότητες του φυτού.
Οι κύριες χρήσεις του φυτού είναι στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική, την αρωματοποιία και την οινοπνευματοποιία. Από το μάραθο επίσης παρασκευάζονται φάρμακα όπως σιρόπια, ενώ χρησιμοποιείται και ως μέσο για να διευκολύνεται η έκκριση γάλατος. Από τους σπόρους του μάραθου, που έχουν καυστική γεύση, όπως αυτή του άνηθου, φτιάχνεται αιθέριο έλαιο (μαραθέλαιο). Η ποικιλία αζορικό είναι εδώδιμη και οι σαρκώδεις κολεοί των φύλλων του χρησιμοποιούνται ως λαχανικό (φοινόκιο).




H μέντα (Mentha) είναι ποώδες αρωματικό φυτό της οικογένειας των χειλανθών των εύκρατων περιοχών. Έχει άνθη ευωδιαστά, λευκά ή ιώδη, που σχηματίζουν ταξιανθία στάχυος. Είναι φυτό φαρμακευτικό, ενώ χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως καρύκευμα, καθώς και ως αφέψημα ή αιθέριο έλαιο. Το αιθέριο έλαιο είναι κατάλληλο για κατώτερης ποιότητας προϊόντα αρωματοποιίας και σαπωνοποιίας. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει διάφορα είδη μέντας, όπως: μέντα η χνουδωτή, μέντα η μελανωπή, μέντα η στρογγυλόφυλη, (αγριόδυοσμος), μέντα η μικρόφυλλη, μέντα η ρεβερχόνεια, μέντα η πολιά, μέντα η πράσινη (δυόσμος) και μέντα η πουλέγιος.

Το όνομα μέντα προέρχεται από το λατινικό mentha, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το αρχαιοελληνικό μίνθη. Συναντάται και με την ονομασία ηδύοσμος. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως σήμερα ως αρωματικό στη μαγειρική, την οινοποιία και στη φαρμακοποιία. Οι αρχαίοι Έλληνες έτριβαν το τραπέζι με δυόσμο πριν από το γεύμα. Επίσης, αρωμάτιζαν το νερό τού μπάνιου. Από τον 6ο αιώνα πρωτοσυναντώνται κρέμες καθαρισμού δοντιών με δυόσμο. Τα ποντίκια φαίνεται να αποφεύγουν τη μυρωδιά του, γι' αυτό και χρησιμοποιείται για την απομάκρυνσή τους. Στην Αρχαία Ελλάδα ο Ιπποκράτης και ο Γαληνός χρησιμοποιούσαν την μέντα κατά της δυσπεψίας, κατά των νευρικών διαταραχών, κατά των ιλίγγων, της αϋπνίας, της γαστρίτιδας, του βήχα, του κρυολογήματος, του πονόλαιμου και ως αντισπασμωδικό.
Οι Άραβες λατρεύουν τη μέντα, ορκίζονται στο όνομα της. Η λεπτή μυρωδιά της μέντας διαχέεται παντού και οι αρετές της έχουν υμνηθεί ιδιαίτερα. Η ωραία Σεχραζάτ, που διηγούνταν στο Σουλτάνο τις ιστορίες στις Χίλιες και Μία Νύχτες, οφείλει ίσως τη ζωή της σε μερικά φλιτζάνια μυρωδάτο τσάι μέντας, που της σερβίριζαν κάθε μέρα, πριν ξημερώσει, την ίδια πάντα ώρα, για να μπορεί να συνεχίζει τις ιστορίες του Σεβάχ του Θαλασσινού και του Αλαντίν. Πολλές Αραβικές φυλές από την αρχαιότητα τη χρησιμοποιούσαν σε μορφή ροφήματος για τη σεξουαλική διέγερση αλλά σε αρκετά μεγάλες ποσότητες, διότι αλλιώς έχει την ακριβώς αντίθετη δράση.
Ακόμη και ο Σαίξπηρ την αναφέρει, μαζί με την λεβάντα και το δεντρολίβανο, ως διεγερτικό για τους κυρίους της μέσης ηλικίας.
Η Μίνθη ήταν μια Νύμφη του υποχθόνιου κόσμου, που ο Άδης επιζήτησε να κάνει ερωμένη του. Η Περσεφόνη ή, κατ' άλλους συγγραφείς, η Δήμητρα καταδίωξε την άμοιρη και την ποδοπάτησε ή όπως λένε άλλοι, την κατακρεούργησε. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της, ο Άδης μήτε καν κινήθηκε να τη βοηθήσει. Περιορίστηκε να τη μεταμορφώσει σε ένα φυτό, που ξαφνικά φύτρωσε για πρώτη φορά στο βουνό Μίνθη της Τριφυλίας. Είναι η γνωστή μέντα, αφιερωμένη από τότε στο θεό του σκοταδιού.


Ματζουράνα
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο:        Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία:       Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη:   Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια:    Χειλανθή (Lamiaceae)
Γένος: Ορίγανον (Origanum)
Είδος: O. majorana
Διώνυμο
Ορίγανον η μαντζουράνα (Origanum majorana)
Αγγειόσπερμο, δικότυλο, πολυετές φυτό η ματζουράνα (Ορίγανον η μαντζουράνα, λατ. Origanum majorana) ανήκει στην τάξη λαμιώδη και στην οικογένεια χειλανθή, είναι δε συγγενικό φυτό με τη ρίγανη.
Ιθαγενές των χωρών της Μεσογείου με 6 είδη ποωδών φυτών. Το πιο σημαντικό είδος είναι η ματζουράνα ορίγανο ή κοινή, το ύψος της φτάνει τα 60 εκατοστά, ο βλαστός είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος. Τα φύλλα της είναι μικρά, αντίθετα, χνουδωτά, ωοειδή και έχουν μία χαρακτηριστική όμορφη οσμή λεβάντας. Τα άνθη της είναι μικρά λευκού χρώματος. Τα φύλλα της χρησιμοποιούνται ως μπαχαρικό, συνήθως στο κρέας και το ψάρι, αλλά και ως αφέψημα. Από τα φύλλα του φυτού λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό και αντισπασμωδικό ενώ έχει χρήσεις και στην αρωματοποιία.
Στην Ελλάδα η ματζουράνα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια όπου την χρησιμοποιούσαν σαν φάρμακο κατά στομαχικών και εντερικών ενοχλήσεων. Σήμερα καλλιεργείται ως καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό σε γλάστρες και κήπους.






Μαϊντανός
Συστηματική ταξινόμηση
Σύστημα: κατά CRONQUIST, 1981
Βασίλειο:        Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία:       Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία:  Ροδίδες (Rosidae)
Τάξη:   Σελινώδη (Apiales)
Οικογένεια:    Σελινοειδή (Apiaceae) ή Σκιαδοφόρα (Umbelliferae)
Γένος: Πετροσέλινον (Petroselinum)
Είδος: P. crispum
Διώνυμο
Πετροσέλινον το ούλον
(Petroselinum crispum)
O μαϊντανός είναι διετές, ιθαγενές φυτό που ανήκει στο γένος Πετροσέλινον (Petroselinum) της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae) (συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)). Καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές για τα φύλλα του που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και σε διάφορες σαλάτες.
Ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες που τον χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό βότανο αλλά και ως φάρμακο σε διάφορες παθήσεις.
Κατά τον πρώτο χρόνο ανάπτυξης του φυτού εμφανίζονται τα σύνθετα κατσαρά βαθυπράσινα φύλλα σχηματίζοντας ομάδες.
Στην συνέχεια εμφανίζονται διάφορα ψηλά ανθοφόρα στελέχη που στην κορυφή τους φέρουν μικρά κιτρινοπράσινα άνθη και ακολουθούνται από μικρά σπόρια.
Τα φύλλα του μαϊντανού είναι πλούσια σε βιταμίνη C, ενώ περιέχουν και αιθέρια έλαια. Εκτός από φρέσκα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αποξηραμένα.
Κάποια ποικιλία μαϊντανού σχηματίζει μια μεγάλη ρίζα όμοια με του σέλινου και τρώγεται βραστή σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται όχι μόνο ως συστατικό αλλά και ως διακοσμητικό σαλατών ή πιάτων κρέατος, ενώ στην Τουρκία, χρησιμοποιείται σε μεγάλες ποσότητες στη σαλάτα, είτε μαζί με ψιλοκομμένη τομάτα είτε και μόνος του.





Μοσχοκαρυδιά
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο:        Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία:       Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη:   Μαγνολιώδη (Magnoliales)
Οικογένεια:    Μυριστικοειδή (Myristicaceae)
Γένος: Μυριστική (Myristica)
Είδος: M. fragrans
Διώνυμο
Μυριστική η ευώδης
Myristica fragrans
Gronov.
Η μοσχοκαρυδιά, (επισ. Μυριστική η ευώδης, Myristica fragrans) είναι αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό ανήκει στην τάξη των Μαγνολιωδών και στην οικογένεια των Μυριστικοειδών.
Το δέντρο φτάνει στα 20 μέτρα ύψος και η καταγωγή του είναι από τα νησιά Μολούκες ή τα νησιά των μπαχαρικών της Ινδονησίας, όπου και σήμερα καλλιεργείται για τα σπόρια του, που χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό, το γνωστό μοσχοκάρυδο.
Το δέντρο αργεί να καρποφορήσει και πρέπει να περάσουν τουλάχιστο 8 χρόνια μετά τη σπορά του. Έχει τη μεγαλύτερη απόδοση σε καρπούς όταν φτάσει την ηλικία των 25 ετών. Τα φύλλα του είναι μεγάλα ωοειδή-λογχοειδή.
Ο καρπός της μοσχοκαρυδιάς μοιάζει με το βερίκοκο και όταν ωριμάσει σχίζεται στα δύο και απελευθερώνεται ο σπόρος ο οποίος αποτελείται από ένα σαρκώδες περίβλημα , γνωστό με την ονομασία μασίς. Το μασίς αφαιρείται πριν από το σπάσιμο του κελύφους και χρησιμοποιείται μετά από κονιοποίηση σαν μπαχαρικό στον αρωματισμό κυρίως των τυριών.
Ο σπόρος έχει χρώμα καφέ και είναι αρκετά μεγάλος και στιλπνός, είναι δε το γνωστό μοσχοκάρυδο που βρίσκουμε στο εμπόριο.



Ν

Νεραντζιά
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο:        Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία:       Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη:   Σαπινδώδη (Sapindales)
Οικογένεια:    Ρυτοειδή (Rutaceae)
Γένος: Κίτρος (Citrus)
Είδος: C. × aurantium
Διώνυμο
Κιτρέα η νεραντζέα
(C. × aurantium)
Η νεραντζιά ανήκει στην οικογένεια των Ρυτοειδών (= εσπεριδοειδών) και είναι μικρό δέντρο, στην Ελλάδα και στην Κύπρο είναι γνωστό δε και με τις ονομασίες κιτρομηλιά και ξινονεραντζιά.
Μοιάζει πολύ με την πορτοκαλιά και ανήκει στα εσπεριδοειδή. Η καταγωγή της είναι από το Βιετνάμ αλλά σήμερα είναι πολύ κοινή και καλλιεργείται σε πολλές χώρες και ιδιαίτερα στις τροπικές περιοχές και στις χώρες της Μεσογείου.
Ο καρπός της είναι το νεράντζι που μοιάζει με το πορτοκάλι εξωτερικά αλλά η διαφορά του είναι στη γεύση. Τα νεράντζια είναι πολύ πικρά και ξινά και δεν καταναλώνονται νωπά. Η χρήση τους είναι κυρίως στη ζαχαροπλαστική και στην ποτοποιία.
Ως γλυκό του κουταλιού το νεράντζι είναι έξοχο σε άρωμα και γεύση και δημοφιλές στην παράδοση πολλών περιοχών της Ελλάδας. Από τον ανθό της νεραντζιάς λαμβάνεται αιθέριο έλαιο και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Η νεραντζιά επίσης καλλιεργείται ως καλλωπιστικό σε πάρκα και πεζοδρόμια κυρίως των μεγαλουπόλεων, το δέντρο δε είναι ανθεκτικό τόσο στο ψύχος όσο και στην ξηρασία.

Π

Σκόνη πάπρικας.
Η πάπρικα είναι ζωηρόχρωμη κόκκινη σκόνη που παρασκευάζεται από τους καρπούς συγκεκριμένων ποικιλιών πιπεριάς (Καψικόν το ετήσιον, Capsicum annuum), χρησιμοποιείται δε ευρέως ως μπαχαρικό. Τα φυτά φυτεύονται στην αρχή της άνοιξης, η δε συγκομιδή πραγματοποιείται το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Οι καρποί ξηραίνονται και κονιοποιούνται για να παραχθεί η πάπρικα. Η γεύση της πάπρικας ποικίλλει από γλυκιά έως δριμεία. Η πάπρικα περιέχει σάκχαρο και είναι πλουσιότερη σε βιταμίνη C σε σχέση με τα εσπεριδοειδή. Η καψαϊκίνη είναι υπεύθυνη για την καυτερή της γεύση, ενώ η ελαιορρητίνη χρησιμοποιείται ως χρωστική σε διάφορα τρόφιμα (μεταξύ αυτών και τα λουκάνικα). Η πάπρικα χρησιμοποιείται στην κουζίνα πολλών χωρών , κυρίως όμως στις κουζίνες της Ισπανίας του Μεξικού και της Βαλκανικής Χερσονήσου. Στην Ουγγαρία η πάπρικα είναι το εθνικό μπαχαρικό όπου χρησιμοποιείται σε καυτερά πιάτα όπως το γκούλας(gulyas) και σε σάλτσες όπως η κέτσαπ.



Το Πελαργόνιον το βαρύοσμον (Pelargonium graveolens) είναι ποώδες παχύφυλλο που ανήκει στο γένος Πελαργόνιο οικογένειας των Γερανιοειδών (Geraniaceae). Το κοινό του όνομα είναι αρμπαρόριζα ενώ πολλές φορές αναφέρεται και ως γεράνιο, γεράνι, πελαργόνι, στη Λέσβο χρυσαχί, στην Κύπρο κιούλι.


Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό με τρυφερούς βλαστούς οι οποίοι δεν ξυλοποιούνται. Αναπτύσσεται πολύ γρήγορα. Τα φύλλα έχουν γκριζοπράσινο χρώμα, είναι χνουδωτά και με πολύ μεγάλες εγκολπώσεις. Μπορούν να φθάσουν τα 10cm σε μήκος ενώ το πλάτος τους είναι σχεδόν το μισό του μήκους τους. Τα φύλλα είναι αρωματικά. Τα άνθη του φέρονται σε ταξιανθία τύπου σκιαδίου και φέρουν 5 πέταλα. Τα χρώματα που συναντάμε στα άνθη του P. graveolens είναι στις αποχρώσεις του ροζ και του μωβ.

Το P. graveolens είναι φυτό με ταχύτατη ανάπτυξη, το οποίο προτιμάει τις ηλιόλουστες ή και ημισκιαζόμενες θέσεις. Το έδαφος θα πρέπει να είναι ελαφρύ (πλούσιο σε άμμο) ώστε να αποστραγγίζει πολύ καλά. Οι ρίζες του δεν ανέχονται την υπερβολική υγρασία. Όταν αναπτύσσεται στο έδαφος ενός κήπου κατάλληλα είναι τα αραιά και πολύ πλούσια ποτίσματα (πότισμα ανά 5-20 ημέρες ανάλογα με την εποχή και τις τοπικές συνθήκες θερμοκρασίας, σκίασης κ.α.). Όταν αναπτύσσεται σε φυτοδοχεία τότε τα ποτίσματά του θα πρέπει να είναι πιο συχνά (ανά 1-7 ημέρες).
Δεν είναι ιδιαίτερα απαιτητικό σε θρεπτικά στοιχεία και μπορεί να αναπτυχθεί ικανοποιητικά ακόμα και σε πολύ άγονα εδάφη. Σε εντατικές καλλιέργειες του P. graveolens για την παραγωγή αιθέριων ελαίων απαιτεί 3-4 μονάδες φωσφόρου και καλίου ανά στρέμμα και 7-8 μονάδες αζώτου ανά στρέμμα.
Το P. graveolens είναι ευαίσθητο στο ψύχος. Έτσι στην Ελλάδα το συναντάμε κυρίως στις παράκτιες περιοχές όπου οι χειμώνες είναι ήπιοι. Σε πιο ορεινές περιοχές καλλιεργείται ως ετήσιο.
Είναι επιδεκτικό στα κλαδέματα, ακόμα και σε πολύ αυστηρά κλαδέματα τα οποία είναι απαραίτητα εάν θέλουμε να διατηρήσουμε μία μαζεμένη και συμπαγή όψη του φυτού. Καταλληλότερη εποχή είναι νωρίς την άνοιξη.
Σε ορσιμένες περιοχές χρησιμοποιείται ως τροποποιητικό γεύσης σε μαρμελάδες και γλυκά κουταλιού και έχει και θεραπευτικές ιδιότητες ως βότανο.
Ρ


Ρίγανη
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο:        Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία:       Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη:   Λαμιώδη (Lamiales)
Οικογένεια:    Χειλανθή (Lamiaceae)
Γένος: Ορίγανον (Origanum)
Είδος: O. vulgare
Διώνυμο
Ορίγανον το κοινόν
(Origanum vulgare)

Η ρίγανη (Ορίγανον το κοινόν, Origanum vulgare) είναι αρωματικό ποώδες, πολυετές, ιθαγενές και θαμνώδες φυτό της Μεσογείου και της Κεντρικής Ασίας. Ανήκει στο γένος Ορίγανο της τάξης των λαμιωδών αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών.
Στην Ελλάδα η ρίγανη είναι αυτοφυής και βρίσκεται σε ορεινές και βραχώδεις περιοχές.
Χρησιμοποιείται ως καρύκευμα κυρίως στη μαγειρική αλλά και σπανιότερα ως αφέψημα, το οποίο αναφέρεται ως εξαιρετικό κατά του βήχα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στη χωριάτικη σαλάτα.
Η συλλογή της ρίγανης γίνεται κατά την ανθοφορία του φυτού, τα άνθη αυτά ξεραίνονται σε ειδικά υπόστεγα ή ξηραντήρια και στη συνέχεια τρίβονται και κοσκινίζονται.
Είναι το βασικό καρύκευμα των χωρών της Μεσογείου και βασικό συστατικό της Ελληνικής, αλλά και της Ιταλικής κουζίνας.
Επειδή η συλλογή της απαιτεί αρκετά εργατικά χέρια, η έλλειψη τους οδήγησε σε οργανωμένη καλλιέργεια στις περιοχές των Τρικάλων και της Καρδίτσας. Στις Η.Π.Α η κατανάλωση της ρίγανης αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια.

Σ

Στεγνοί σπόροι σησαμιού κοινή ονομασία του γένους Αγγειόσπερμων Δικότυλων φυτών με το όνομα Σήσαμο(Sesamum) και κυρίως του είδους Σήσαμο το ινδικό (S. indicum) που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τα εδώδιμα ελαιούχα σπέρματα του.

Το γένος Σήσαμο ανήκει στην τάξη Σκροφουλαριώδη, στην οικογένεια Πηδαλιίδες (Pedaliaceae). Περιλαμβάνει 37 είδη ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή της Ασίας και της Αφρικής. Σημαντικότερο όλων από οικονομική άποψη είναι το S. indicum

Το σουσάμι θεωρείται ως ένα από τα αρχαιότερα ετήσια ελαιοδοτικά καλλιεργούμενα φυτά και η σημασία του στους αρχαίους πολιτισμούς υπήρξε σημαντική. Πριν από την εποχή του Μωυσή οι Αιγύπτιοι άλεθαν τα σπέρματα και χρησιμοποιούσαν το σουσάμι με την μορφή αλευριού. Οι Κινέζοι ήδη πριν από 5000 χρόνια παρήγαν αιθάλη με καύση σησαμελαίου για την παρασκευή της καλύτερης σινικής μελάνης. Οι ρωμαίοι άλεθαν τα σπέρματα του σουσαμιού με κύμινο για την παρασκευή μιάς κρέμας που άλειφαν στο ψωμί. Κατά το παρελθόν πίστευαν επίσης ότι είχε μυστικές δυνάμεις και το σουσάμι διατηρεί ακόμη κάτι από τις μαγικές ιδιότητες που του αποδίδονταν , όπως φαίνεται και από την έκφραση "άνοιξε σουσάμι" που προέρχεται από το παραμύθι Ο Αλή μπαμπά και οι Σαράντα κλέφτες από τις Χίλιες και μία νύχτες.

Συγκομιδή του σουσαμιού στην Ταϋλάνδη
Το σουσάμι ευδοκιμεί σε αμμοπηλώδη έως πηλώδη εδάφη. Ως φυτό των θερμών και ξηρών περιοχών απαιτεί θερμοκρασίες μεταξύ 21 και 26 βαθμών Κελσίου καθώς επίσης και βλαστική περίοδο 60-120 ημερών. Η ανάπτυξη του ευνοείται από μέτριες βροχοπτώσεις. Οι αποδόσεις βελτιώνονται αν γίνουν κατά την θερινή περίοδο 2-3 ποτίσματα. Σε ξερική καλλιέργεια οι αποδόσεις κυμαίνονται απο 40 έως 80 χιλιόγραμμα ανά στρέμμα , ανάλογα με τις συνθήκες καλλιέργειας , ενώ σε αρδευόμενα εδάφη είναι της τάξης των 250 χιλιογράμμων ανά στρέμμα. Για την καλλιέργεια του σουσαμιού απαιτείται καλή προετοιμασία της σποροκλίνης (τού κατάλληλα προετοιμασμένου χώρου για την σπορά) επειδή το σπέρμα του είναι πολύ μικρό. Η σπορά γίνεται τον Απρίλιο ή τον Μάιο. Οι αρδευόμενες καλλιέργειες απαιτούν λίπανση. Η συγκομιδή πραγματοποιείται με το κόψιμο των φυτών. Ακολουθεί δεματοποίηση , ξήρανση και αλώνισμα. Η εποχή της συγκομιδής εξαρτάται από την ποικιλία. Στις ποικιλίες που οι κάψες ανοίγουν εύκολα η συγκομιδή πρέπει να γίνεται πρώιμα και με το χέρι για την αποφυγή ανάμειξης ποικιλιών.

Κυριότερος εχθρός του σουσαμιού στην Ελλάδα είναι το Έντομο Antigastra catalounelis, οι προνύμφες του οποίου καταστρέφουν τα φύλλα , τα άνθη και τους καρπούς.

Κυριότερες καλλιεργούμενες ποικιλίες στην Ελλάδα είναι η Early Russian, αμερικανικής προέλευσης και πολύ πρώιμη, η Margo αμερικανικής προέλευσης και σχετικά όψιμη και η Δωδεκανήσου, διαλογή του Ινστιτούτου βάμβακος από αυτόχθονα πληθυσμό η οποία παρουσιάζει μεγάλη προσαρμοστικότητα και είναι μεσοπρώιμη.

Το άρωμα και η γεύση του σπέρματος του σουσαμιού είναι ήπια και θυμίζουν τη γεύση καρυδιών.
Τα σπέρματα τού σουσαμιού χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου , ως αρωματικός παράγοντας και για την παραλαβή ελαίου, του σησαμελαίου. Το χρώμα του είναι λευκό ή ανοικτό μπεζ ενώ όταν αποφλοιωθεί ανάλογα με τον τύπο μπορεί να είναι εντελώς λευκό ή κοκκινωπό ή σπανιότερα μαύρο (μαυροσούσαμο). Ολόκληρο το σπέρμα χρησιμοποιείται πολύ στην κουζίνα της Μέσης Ανατολής και της Ασίας. Το ταχίνι παρασκευάζεται από συνθλιμμένους σπόρους σουσαμιού. Ο χαλβάς είναι ένα γλύκισμα που παρασκευάζεται από ταχίνι και έναν γλυκαντικό παράγοντα(ζάχαρη, φρουκτόζη, μέλι, μαλτόζη).
Tο σουσάμι χρησιμοποιείται στην επιφάνεια του ψωμιού, αρτοσκευασμάτων, τσουρεκιών για εμπλουτισμό της γεύσης τους και για αρωματικούς λόγους. Στην Ελλάδα το σουσάμι είναι πολύ γνωστό ως βασικό συστατικό παραδοσιακών προϊόντων και γλυκών όπως το κουλούρι Θεσσαλονίκης, η λαγάνα και το παστέλι. Το σησαμέλαιο χρησιμοποιείται στην παραγωγή μαγειρικού λίπους και μαργαρίνης στην παραγωγή λιπαντικών, καλλυντικών και φαρμακευτικών προιόντων. Τέλος θεωρείται εξαιρετικό λάδι για κάθε μαγειρική χρήση, με άριστα αποτελέσματα στις σαλάτες και στο τηγάνισμα πατάτας.


Το κύριο συστατικό των σπερμάτων είναι το μη πτητικό έλαιο που περιέχουν σε ποσοστό 44% έως 60%. Το σησαμέλαιο έχει αξιοσημείωτη σταθερότητα και είναι ανθεκτικό στην οξείδωση και στο τάγγισμα ενώ η σύνθεση του είναι ιδανική (40% ελαϊκό οξύ, 45% λινολεϊκό οξύ). Ο πλακούντας που απομένει μετά την παραλαβή του λαδιού είναι πολύ θρεπτικός(42% πρωτεϊνη), τόσο χάρη στην ποιότητα των αμινοξέων που περιέχει(υψηλή περιεκτικότητα μεθιονίνης) όσο και χάρη στα ανόργανα στοιχεία του(ασβέστιο και φώσφορος). Τέλος το σουσάμι περιέχει βιταμίνες του συμπλέγματος Β, Βιταμίνη Ε, σίδηρο, σελήνιο, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα , μηδενική χοληστερόλη και φυσικά αντιοξειδωτικά όπως λιγνάνες.


Τ

Η τριανταφυλλιά (επιστ. Ροδή, Rosa) είναι γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των Ροδοειδών (Rosaceae).

Ροζ τριαντάφυλλο

Είναι καλλωπιστικό και φυλλοβόλο φυτό. Αποτελείται από τη ρίζα, τον βλαστό, τα φύλλα και τα μπουμπούκια της. Η ρίζα της τριανταφυλλιάς είναι αποξυλωμένη και διακλαδίζεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Συνεχίζοντας, ο βλαστός της αρχικά είναι τρυφερός και πράσινος, ενώ κάποια στιγμή αρχίζει να σκληραίνει και να αποξηραίνεται. Επίσης, ο βλαστός εξωτερικά έχει αγκάθια, όπως και τα φύλλα στις άκρες τους. Τα άνθη της τριανταφυλλιάς βγαίνουν στις άκρες των τρυφερών βλαστών. Στην αρχή είναι κλειστά τα μπουμπούκια της, ενώ σιγά σιγά αρχίζουν να ανοίγουν και να ξεπετάγονται τα πέταλα. Τα πέταλα έχουν διάφορα χρώματα όπως λευκό, κόκκινο, ροζ, κίτρινο και άλλα. Το χρώμα των λουλουδιών τους είναι ανάλογο με την ποικιλία της κάθε τριανταφυλλιάς.
Η τριανταφυλλιά πολλαπλασιάζεται με πέντε τρόπους. Πολλαπλασιάζεται με παράρριζα, με σπέρματα, με καταβολάδες, με μοσχεύματα και με μπόλιασμα. Η τριανταφυλλιά, εκτός απο την ομορφιά και τα ευωδιαστά άνθη, παρέχει και αιθέριο αρωματικό λάδι εξαιρετικής ποιότητας, που παίρνουμε απο τα ροδοπέταλά της και που χρησιμεύει στην παρασκευή αρωμάτων. Επίσης τα πέταλα των τριαντάφυλλων, κυρίως τα ροζ, μπορούν να γίνουν και γλυκό.


Το τσίλι (στα αγγλικά chili pepper) είναι μπαχαρικό που παρασκευάζεται από τον καρπό ορισμένων ποικιλιών πιπεριάς των ειδών Καψικόν το ετήσιον (Capsicum annuum) και Καψικόν το θαμνώδες (C. frutescens) ή πιπεριά τσίλι. Τόσο το μπαχαρικό όσο και η πιπεριά χαρακτηρίζονται από την ιδιαίτερα έντονη γεύση τους και χρησιμοποιούνται στον αρωματισμό διαφόρων τύπων πικάντικης σάλτσας.








Φ
Το φασκόμηλο ή φασκομηλιά (Σάλβια η φαρμακευτική ελλ. Ελελίφασκος ο φαρμακευτικός, Salvia officinalis) ανήκει στο γένος των Αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Ελελίφασκος (Salvia). Το φασκόμηλο, πολυετές, θαμνώδες, με πολυάριθμα κλαδιά, ύψους μέχρι μισό μέτρο, βρίσκεται σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας κυρίως σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους.

Τα φύλλα του είναι επιμήκη και παχιά, χρώματος λευκοπράσινου. Τα άνθη του φύονται κατά σπονδύλους, είναι χρώματος μοβ και ανθίζουν από το Μάιο ως τον Ιούνιο.

Το φυτό έχει έντονη αρωματική οσμή και καλλιεργείται για τις φαρμακευτικές ιδιότητες του, ως αφέψημα και ως καρύκευμα. Τα φύλλα που είναι και το κατεξοχήν χρησιμοποιούμενο μέρος του φυτού συλλέγονται λίγο πριν ή κατά την αρχή της ανθοφορίας με ξηρό και ηλιόλουστο καιρό, το Μάιο ή τον Ιούνιο και ξηραίνονται στη σκιά.

Περιέχει ως κύρια ουσία αιθέριο έλαιο, φασκομηλόλαδο, άχρωμο ή ερυθροκίτρινο, σαπωνίνες, πικρές ουσίες, τερπένια, ρητίνες, πικρά διτερπένια, ταννίνες, τριτερπένια, φλαβονοειδή και θουγιόνη (thujone, μια μονοτερπενική κετόνη).

Τα φύλλα έχουν αντισηπτικές, αποχρεμπτικές και σπασμολυτικές ιδιότητες.Το φυτό έχει στομαχικές, τονωτικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες ενώ χρησιμοποιείται και κατά των νευραλγιών. Η φασκομηλιά χρησιμοποιείται στη θεραπευτική με τη μορφή αφεψήματος εσωτερικά ως ανθιδρωτικό (ιδιαίτερα κατά του νυχτερινού ιδρώτα φυματικών και νευρασθενών). Σύμφωνα με τελευταίες έρευνες , η χρήση του έχει θετική επίδραση στη θεραπεία του Αλτσχάιμερ και στην υπερλιπιδιμία.

Το φασκόμηλο με τη μορφή αφεψήματος είναι ιδανικό για την θεραπευτική του στόματος σε περίπτωση τραυματισμών, άφτρων, φαρυγγίτιδας και κατά της ουλίτιδας. Ελαττώνει τα αέρια του εντέρου, είναι διουρητικό και εμμηναγωγό. Ακόμη είναι αιμοστατικό, και τοπικό αναισθητικό του δέρματος. Επίσης έχει αντιβιοτική,αντιμυκητική,αντισπασμωδική και υπογλυκαιμική δράση. Σε αρχαίες εποχές το χρησιμοποιούσαν για δαγκώματα φιδιών και εντόμων, για να αυξήσουν τη γονιμότητα των γυναικών και για να διώχνουν τα κακά πνεύματα κτλ. Στις περιοχές της Μεσογείου αποξηραίνεται και πίνεται ως αφέψημα, το γνωστό φασκόμηλο.

Στην μαγειρική χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό διαφόρων ζωμών, φαγητών και του ξιδιού ενώ θεωρείται και μελισσοτροφικό φυτό παρέχοντας μέλι εκλεκτής ποιότητας.

Η γεύση του είναι αρκετά πιπεράτη και ταιριάζει πολύ με λιπαρά κρεατικά και τυριά.

Πάντως η χρήση του πρέπει να γίνεται με σύνεση γιατί υπάρχουν περιπτώσεις δηλητηρίασης από υπερβολική χρήση που οφείλεται κυρίως στην ουσία θουγιόνη που υπάρχει στο φυτό.



Η Φράπα (Citrus grandis ή Citrus Maxima) είναι κοινή ονομασία του αειθαλούς καρποφόρου δέντρου και του καρπού του, τού γένους Κίτρος που ανήκει στα ρυτoειδή. Η προέλευση της είναι από τη Νοτιοανατολική Ασία όπως τα περισσότερα εσπεριδοειδή. Θεωρείται πολύ πιθανό οτι το γκρέιπ-φρουτ προέρχεται από μετάλλαξη της φράπας. Η φράπα είναι δέντρο ζωηρό, ορθόκλαδο με μαλακό ξύλο και ευαίσθητο στο ψύχος. Ο φλοιός έχει μέτριο πάχος και επιφάνεια λεία. . Οι καρποί της φράπας είναι υπερμεγέθεις, χρώματος κίτρινου με πλούσιο άρωμα. Χρησιμοποιείται ευρέως στη ζαχαροπλαστική για τη δημιουργία γλυκών.

Καλλιεργείται για τους εντυπωσιακά ογκώδεις καρπούς με παχύ σπογγώδη φλοιό , οι οποίοι χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική.

Η φράπα δεν τρώγεται ωμή αλλά χρησιμοποιείται για να παρασκευασθεί γλυκό του κουταλιού και μαρμελάδα. Το ξύσμα της φράπας χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική.




Πηγή:el.wikkipedia.org

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου